- θεραπευτικοῦ
- θεραπευτικόςinclined to servemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… … Wikipedia
αεροϊοντοθεραπεία — η Ιατρ. η χρησιμοποίηση ως θεραπευτικού μέσου τών ηλεκτρικά φορτισμένων (θετικά ή αρνητικά) μορίων ή μεγαλύτερων σωματιδίων τού εισπνεόμενου αέρα. Βασικά εφαρμόζεται στη θεραπεία τού βρογχικού άσθματος … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
ιατρογενής — Όρος που σημαίνει προκαλούμενη ιατρικά και ισχύει για κάθε νόσο ή διαταραχή που είναι αποτέλεσμα ιατρικής θεραπείας· για παράδειγμα: σύνδρομο Cushing λόγω παρατεταμένης χορήγησης κορτικοστεροειδών, ΑΙDS λόγω μετάδοσης του υπεύθυνου ιού μέσω της… … Dictionary of Greek
ιπποκρατισμός — ο ιατρική που στηρίζεται στη θεωρία και στις αρχές τού Ιπποκράτη, σύμφωνα με τις οποίες ο γιατρός πρέπει να ακολουθεί τη φύση κατά την ενάσκηση τού θεραπευτικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἱπποκράτης] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κοκκόριζον — κοκκόριζον, τό (Μ) ονομασία θεραπευτικού βοτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + (ρ)ριζον (< ῥίζα), πρβλ. μελανό ρριζον, τευτλό ρριζον] … Dictionary of Greek
μουσικοθεραπεία — η η χρησιμοποίηση τής μουσικής ως θεραπευτικού μέσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσική + θεραπεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
νοπατζιακάριν — και νοπαπιακάριν, τὸ (Μ) είδος θεραπευτικού λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με περσ. panzahr] … Dictionary of Greek